- κακοστομαχιάζω
- 1. μετ. вызывать расстройство желудка (о пище);2. αμετ. страдать несварением желудка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοστομαχιάζω — [κακοστομαχιά] 1. (αμτβ.) πάσχω από δυσπεψία, έχω βάρος στο στομάχι 2. (για το τροφές) (μτβ.) προκαλώ κακοστομαχιά … Dictionary of Greek
κακοστομαχιάζω — κακοστομάχιασα, πάσχω από κακοστομαχιά: Κακοστομαχιάζει με το τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοστομάχιασμα — το [κακοστομαχιάζω] δυσπεψία, βάρος στο στομάχι … Dictionary of Greek